Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Φοινικίδιον
φοινικίζω
Φοινικικός
φοινίκινος
φοινίκιον
φοινίκιος
φοινικιοῦς
φοινικίς
φοινικιστής
Φοινικιστί
φοινικίτης
φοινικοβάλανος
φοινικόβαπτος
φοινικοβατέω
φοινικογενής
φοινικοδάκτυλος
φοινικόεις
φοινικόθριξ
φοινικοκρήδεμνος
φοινικόκροκος
φοινικόλεγνος
View word page
φοινικίτης
palm

ShortDef

palm

Debugging

Headword:
φοινικίτης
Headword (normalized):
φοινικίτης
Headword (normalized/stripped):
φοινικιτης
IDX:
94880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94881
Key:

Data

{'content': 'palm'}