Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοινικηρόν
φοινικίας
Φοινικίδιον
φοινικίζω
Φοινικικός
φοινίκινος
φοινίκιον
φοινίκιος
φοινικιοῦς
φοινικίς
φοινικιστής
Φοινικιστί
φοινικίτης
φοινικοβάλανος
φοινικόβαπτος
φοινικοβατέω
φοινικογενής
φοινικοδάκτυλος
φοινικόεις
φοινικόθριξ
φοινικοκρήδεμνος
View word page
φοινικιστής
a wearer of purple

ShortDef

a wearer of purple

Debugging

Headword:
φοινικιστής
Headword (normalized):
φοινικιστής
Headword (normalized/stripped):
φοινικιστης
IDX:
94878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94879
Key:

Data

{'content': 'a wearer of purple'}