Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοινίκεος
Φοίνικες
Φοινίκη
φοινικήϊος
φοινικηρόν
φοινικίας
Φοινικίδιον
φοινικίζω
Φοινικικός
φοινίκινος
φοινίκιον
φοινίκιος
φοινικιοῦς
φοινικίς
φοινικιστής
Φοινικιστί
φοινικίτης
φοινικοβάλανος
φοινικόβαπτος
φοινικοβατέω
φοινικογενής
View word page
φοινίκιον
palm-wine

ShortDef

palm-wine

Debugging

Headword:
φοινίκιον
Headword (normalized):
φοινίκιον
Headword (normalized/stripped):
φοινικιον
IDX:
94874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94875
Key:

Data

{'content': 'palm-wine'}