Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοίνιγμα
φοινιγμός
φοινικαιγύπτιος
φοινικάνθεμος
φοινικαρχέω
φοινικάρχης
φοινικάρχια
φοινίκασπις
φοινικείμων
φοινίκειος
φοινίκεος
Φοίνικες
Φοινίκη
φοινικήϊος
φοινικηρόν
φοινικίας
Φοινικίδιον
φοινικίζω
Φοινικικός
φοινίκινος
φοινίκιον
View word page
φοινίκεος
purple-red, purple

ShortDef

purple-red, purple

Debugging

Headword:
φοινίκεος
Headword (normalized):
φοινίκεος
Headword (normalized/stripped):
φοινικεος
IDX:
94864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94865
Key:

Data

{'content': 'purple-red, purple'}