Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοινήεις
φοίνιγμα
φοινιγμός
φοινικαιγύπτιος
φοινικάνθεμος
φοινικαρχέω
φοινικάρχης
φοινικάρχια
φοινίκασπις
φοινικείμων
φοινίκειος
φοινίκεος
Φοίνικες
Φοινίκη
φοινικήϊος
φοινικηρόν
φοινικίας
Φοινικίδιον
φοινικίζω
Φοινικικός
φοινίκινος
View word page
φοινίκειος
of the palm-tree

ShortDef

of the palm-tree

Debugging

Headword:
φοινίκειος
Headword (normalized):
φοινίκειος
Headword (normalized/stripped):
φοινικειος
IDX:
94863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94864
Key:

Data

{'content': 'of the palm-tree'}