Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοιβήτρια
φοιβόληπτος
φοιβονομέομαι
φοῖβος
Φοῖβος
φοινήεις
φοίνιγμα
φοινιγμός
φοινικαιγύπτιος
φοινικάνθεμος
φοινικαρχέω
φοινικάρχης
φοινικάρχια
φοινίκασπις
φοινικείμων
φοινίκειος
φοινίκεος
Φοίνικες
Φοινίκη
φοινικήϊος
φοινικηρόν
View word page
φοινικαρχέω
to be φοινικάρχης

ShortDef

to be φοινικάρχης

Debugging

Headword:
φοινικαρχέω
Headword (normalized):
φοινικαρχέω
Headword (normalized/stripped):
φοινικαρχεω
IDX:
94858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94859
Key:

Data

{'content': 'to be φοινικάρχης'}