Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοιβητός
φοιβήτρια
φοιβόληπτος
φοιβονομέομαι
φοῖβος
Φοῖβος
φοινήεις
φοίνιγμα
φοινιγμός
φοινικαιγύπτιος
φοινικάνθεμος
φοινικαρχέω
φοινικάρχης
φοινικάρχια
φοινίκασπις
φοινικείμων
φοινίκειος
φοινίκεος
Φοίνικες
Φοινίκη
φοινικήϊος
View word page
φοινικάνθεμος
with purple flowers

ShortDef

with purple flowers

Debugging

Headword:
φοινικάνθεμος
Headword (normalized):
φοινικάνθεμος
Headword (normalized/stripped):
φοινικανθεμος
IDX:
94857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94858
Key:

Data

{'content': 'with purple flowers'}