Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοιβητεύω
φοιβητής
φοιβητός
φοιβήτρια
φοιβόληπτος
φοιβονομέομαι
φοῖβος
Φοῖβος
φοινήεις
φοίνιγμα
φοινιγμός
φοινικαιγύπτιος
φοινικάνθεμος
φοινικαρχέω
φοινικάρχης
φοινικάρχια
φοινίκασπις
φοινικείμων
φοινίκειος
φοινίκεος
Φοίνικες
View word page
φοινιγμός
the irritation

ShortDef

the irritation

Debugging

Headword:
φοινιγμός
Headword (normalized):
φοινιγμός
Headword (normalized/stripped):
φοινιγμος
IDX:
94855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94856
Key:

Data

{'content': 'the irritation'}