Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φοιβαστικός
φοιβάστρια
φοιβάω
Φοίβειος
Φοίβη
φοιβηλάλος
φοίβησις
φοιβητεύω
φοιβητής
φοιβητός
φοιβήτρια
φοιβόληπτος
φοιβονομέομαι
φοῖβος
Φοῖβος
φοινήεις
φοίνιγμα
φοινιγμός
φοινικαιγύπτιος
φοινικάνθεμος
φοινικαρχέω
View word page
φοιβήτρια
purifier
ShortDef
purifier
Debugging
Headword:
φοιβήτρια
Headword (normalized):
φοιβήτρια
Headword (normalized/stripped):
φοιβητρια
IDX:
94848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94849
Key:
Data
{'content': 'purifier'}