Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φόβος
φοιβάζω
φοιβαίνω
φοιβάς
φοιβαστής
φοιβαστικός
φοιβάστρια
φοιβάω
Φοίβειος
Φοίβη
φοιβηλάλος
φοίβησις
φοιβητεύω
φοιβητής
φοιβητός
φοιβήτρια
φοιβόληπτος
φοιβονομέομαι
φοῖβος
Φοῖβος
φοινήεις
View word page
φοιβηλάλος
uttering the oracles of Phoebus
ShortDef
uttering the oracles of Phoebus
Debugging
Headword:
φοιβηλάλος
Headword (normalized):
φοιβηλάλος
Headword (normalized/stripped):
φοιβηλαλος
IDX:
94843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94844
Key:
Data
{'content': 'uttering the oracles of Phoebus'}