Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοβοποιέω
φόβος
φοιβάζω
φοιβαίνω
φοιβάς
φοιβαστής
φοιβαστικός
φοιβάστρια
φοιβάω
Φοίβειος
Φοίβη
φοιβηλάλος
φοίβησις
φοιβητεύω
φοιβητής
φοιβητός
φοιβήτρια
φοιβόληπτος
φοιβονομέομαι
φοῖβος
Φοῖβος
View word page
Φοίβη
Phoebe

ShortDef

Phoebe

Debugging

Headword:
Φοίβη
Headword (normalized):
φοίβη
Headword (normalized/stripped):
φοιβη
IDX:
94842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94843
Key:

Data

{'content': 'Phoebe'}