Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φοβοειδής
φοβοποιέω
φόβος
φοιβάζω
φοιβαίνω
φοιβάς
φοιβαστής
φοιβαστικός
φοιβάστρια
φοιβάω
Φοίβειος
Φοίβη
φοιβηλάλος
φοίβησις
φοιβητεύω
φοιβητής
φοιβητός
φοιβήτρια
φοιβόληπτος
φοιβονομέομαι
φοῖβος
View word page
Φοίβειος
of Phoebus, sacred to him
ShortDef
of Phoebus, sacred to him
Debugging
Headword:
Φοίβειος
Headword (normalized):
φοίβειος
Headword (normalized/stripped):
φοιβειος
IDX:
94841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94842
Key:
Data
{'content': 'of Phoebus, sacred to him'}