Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοβόδιψος
φοβοειδής
φοβοποιέω
φόβος
φοιβάζω
φοιβαίνω
φοιβάς
φοιβαστής
φοιβαστικός
φοιβάστρια
φοιβάω
Φοίβειος
Φοίβη
φοιβηλάλος
φοίβησις
φοιβητεύω
φοιβητής
φοιβητός
φοιβήτρια
φοιβόληπτος
φοιβονομέομαι
View word page
φοιβάω
to cleanse, purify

ShortDef

to cleanse, purify

Debugging

Headword:
φοιβάω
Headword (normalized):
φοιβάω
Headword (normalized/stripped):
φοιβαω
IDX:
94840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94841
Key:

Data

{'content': 'to cleanse, purify'}