Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φόβητρον
φοβίζω
φοβόδιψος
φοβοειδής
φοβοποιέω
φόβος
φοιβάζω
φοιβαίνω
φοιβάς
φοιβαστής
φοιβαστικός
φοιβάστρια
φοιβάω
Φοίβειος
Φοίβη
φοιβηλάλος
φοίβησις
φοιβητεύω
φοιβητής
φοιβητός
φοιβήτρια
View word page
φοιβαστικός
prophetic

ShortDef

prophetic

Debugging

Headword:
φοιβαστικός
Headword (normalized):
φοιβαστικός
Headword (normalized/stripped):
φοιβαστικος
IDX:
94838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94839
Key:

Data

{'content': 'prophetic'}