Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοβητός
φόβητρον
φοβίζω
φοβόδιψος
φοβοειδής
φοβοποιέω
φόβος
φοιβάζω
φοιβαίνω
φοιβάς
φοιβαστής
φοιβαστικός
φοιβάστρια
φοιβάω
Φοίβειος
Φοίβη
φοιβηλάλος
φοίβησις
φοιβητεύω
φοιβητής
φοιβητός
View word page
φοιβαστής
vaticinator

ShortDef

vaticinator

Debugging

Headword:
φοιβαστής
Headword (normalized):
φοιβαστής
Headword (normalized/stripped):
φοιβαστης
IDX:
94837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94838
Key:

Data

{'content': 'vaticinator'}