Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοβητικός
φοβητός
φόβητρον
φοβίζω
φοβόδιψος
φοβοειδής
φοβοποιέω
φόβος
φοιβάζω
φοιβαίνω
φοιβάς
φοιβαστής
φοιβαστικός
φοιβάστρια
φοιβάω
Φοίβειος
Φοίβη
φοιβηλάλος
φοίβησις
φοιβητεύω
φοιβητής
View word page
φοιβάς
a priestess of Phoebus

ShortDef

a priestess of Phoebus

Debugging

Headword:
φοιβάς
Headword (normalized):
φοιβάς
Headword (normalized/stripped):
φοιβας
IDX:
94836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94837
Key:

Data

{'content': 'a priestess of Phoebus'}