Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φοβητέος
φοβητικός
φοβητός
φόβητρον
φοβίζω
φοβόδιψος
φοβοειδής
φοβοποιέω
φόβος
φοιβάζω
φοιβαίνω
φοιβάς
φοιβαστής
φοιβαστικός
φοιβάστρια
φοιβάω
Φοίβειος
Φοίβη
φοιβηλάλος
φοίβησις
φοιβητεύω
View word page
φοιβαίνω
clean
ShortDef
clean
Debugging
Headword:
φοιβαίνω
Headword (normalized):
φοιβαίνω
Headword (normalized/stripped):
φοιβαινω
IDX:
94835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94836
Key:
Data
{'content': 'clean'}