Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοβητέον
φοβητέος
φοβητικός
φοβητός
φόβητρον
φοβίζω
φοβόδιψος
φοβοειδής
φοβοποιέω
φόβος
φοιβάζω
φοιβαίνω
φοιβάς
φοιβαστής
φοιβαστικός
φοιβάστρια
φοιβάω
Φοίβειος
Φοίβη
φοιβηλάλος
φοίβησις
View word page
φοιβάζω
to prophesy

ShortDef

to prophesy

Debugging

Headword:
φοιβάζω
Headword (normalized):
φοιβάζω
Headword (normalized/stripped):
φοιβαζω
IDX:
94834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94835
Key:

Data

{'content': 'to prophesy'}