Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φόβημα
φοβητέον
φοβητέος
φοβητικός
φοβητός
φόβητρον
φοβίζω
φοβόδιψος
φοβοειδής
φοβοποιέω
φόβος
φοιβάζω
φοιβαίνω
φοιβάς
φοιβαστής
φοιβαστικός
φοιβάστρια
φοιβάω
Φοίβειος
Φοίβη
φοιβηλάλος
View word page
φόβος
fear, panic, flight

ShortDef

fear, panic, flight

Debugging

Headword:
φόβος
Headword (normalized):
φόβος
Headword (normalized/stripped):
φοβος
IDX:
94833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94834
Key:

Data

{'content': 'fear, panic, flight'}