Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φόβη
φόβημα
φοβητέον
φοβητέος
φοβητικός
φοβητός
φόβητρον
φοβίζω
φοβόδιψος
φοβοειδής
φοβοποιέω
φόβος
φοιβάζω
φοιβαίνω
φοιβάς
φοιβαστής
φοιβαστικός
φοιβάστρια
φοιβάω
Φοίβειος
Φοίβη
View word page
φοβοποιέω
cause fear

ShortDef

cause fear

Debugging

Headword:
φοβοποιέω
Headword (normalized):
φοβοποιέω
Headword (normalized/stripped):
φοβοποιεω
IDX:
94832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94833
Key:

Data

{'content': 'cause fear'}