Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοβέω
φόβη
φόβημα
φοβητέον
φοβητέος
φοβητικός
φοβητός
φόβητρον
φοβίζω
φοβόδιψος
φοβοειδής
φοβοποιέω
φόβος
φοιβάζω
φοιβαίνω
φοιβάς
φοιβαστής
φοιβαστικός
φοιβάστρια
φοιβάω
Φοίβειος
View word page
φοβοειδής
fearful

ShortDef

fearful

Debugging

Headword:
φοβοειδής
Headword (normalized):
φοβοειδής
Headword (normalized/stripped):
φοβοειδης
IDX:
94831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94832
Key:

Data

{'content': 'fearful'}