Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φοβερώψ
φοβεσιστράτη
φοβέω
φόβη
φόβημα
φοβητέον
φοβητέος
φοβητικός
φοβητός
φόβητρον
φοβίζω
φοβόδιψος
φοβοειδής
φοβοποιέω
φόβος
φοιβάζω
φοιβαίνω
φοιβάς
φοιβαστής
φοιβαστικός
φοιβάστρια
View word page
φοβίζω
terrify, scare
ShortDef
terrify, scare
Debugging
Headword:
φοβίζω
Headword (normalized):
φοβίζω
Headword (normalized/stripped):
φοβιζω
IDX:
94829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94830
Key:
Data
{'content': 'terrify, scare'}