Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοβερωπός
φοβερώψ
φοβεσιστράτη
φοβέω
φόβη
φόβημα
φοβητέον
φοβητέος
φοβητικός
φοβητός
φόβητρον
φοβίζω
φοβόδιψος
φοβοειδής
φοβοποιέω
φόβος
φοιβάζω
φοιβαίνω
φοιβάς
φοιβαστής
φοιβαστικός
View word page
φόβητρον
a scarecrow, terror

ShortDef

a scarecrow, terror

Debugging

Headword:
φόβητρον
Headword (normalized):
φόβητρον
Headword (normalized/stripped):
φοβητρον
IDX:
94828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94829
Key:

Data

{'content': 'a scarecrow, terror'}