Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φοβερότης
φοβερωπός
φοβερώψ
φοβεσιστράτη
φοβέω
φόβη
φόβημα
φοβητέον
φοβητέος
φοβητικός
φοβητός
φόβητρον
φοβίζω
φοβόδιψος
φοβοειδής
φοβοποιέω
φόβος
φοιβάζω
φοιβαίνω
φοιβάς
φοιβαστής
View word page
φοβητός
to be feared
ShortDef
to be feared
Debugging
Headword:
φοβητός
Headword (normalized):
φοβητός
Headword (normalized/stripped):
φοβητος
IDX:
94827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94828
Key:
Data
{'content': 'to be feared'}