Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοβερός
φοβερότης
φοβερωπός
φοβερώψ
φοβεσιστράτη
φοβέω
φόβη
φόβημα
φοβητέον
φοβητέος
φοβητικός
φοβητός
φόβητρον
φοβίζω
φοβόδιψος
φοβοειδής
φοβοποιέω
φόβος
φοιβάζω
φοιβαίνω
φοιβάς
View word page
φοβητικός
liable to fear, fearful, timid

ShortDef

liable to fear, fearful, timid

Debugging

Headword:
φοβητικός
Headword (normalized):
φοβητικός
Headword (normalized/stripped):
φοβητικος
IDX:
94826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94827
Key:

Data

{'content': 'liable to fear, fearful, timid'}