Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φοβερισμός
φοβεροειδής
φοβεροποιέω
φοβερός
φοβερότης
φοβερωπός
φοβερώψ
φοβεσιστράτη
φοβέω
φόβη
φόβημα
φοβητέον
φοβητέος
φοβητικός
φοβητός
φόβητρον
φοβίζω
φοβόδιψος
φοβοειδής
φοβοποιέω
φόβος
View word page
φόβημα
a terror

ShortDef

a terror

Debugging

Headword:
φόβημα
Headword (normalized):
φόβημα
Headword (normalized/stripped):
φοβημα
IDX:
94823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94824
Key:

Data

{'content': 'a terror'}