Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φοβερίζω
φοβερισμός
φοβεροειδής
φοβεροποιέω
φοβερός
φοβερότης
φοβερωπός
φοβερώψ
φοβεσιστράτη
φοβέω
φόβη
φόβημα
φοβητέον
φοβητέος
φοβητικός
φοβητός
φόβητρον
φοβίζω
φοβόδιψος
φοβοειδής
φοβοποιέω
View word page
φόβη
a lock
ShortDef
a lock
Debugging
Headword:
φόβη
Headword (normalized):
φόβη
Headword (normalized/stripped):
φοβη
IDX:
94822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94823
Key:
Data
{'content': 'a lock'}