Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φλύω
φνεί
φόβα
φοβερίζω
φοβερισμός
φοβεροειδής
φοβεροποιέω
φοβερός
φοβερότης
φοβερωπός
φοβερώψ
φοβεσιστράτη
φοβέω
φόβη
φόβημα
φοβητέον
φοβητέος
φοβητικός
φοβητός
φόβητρον
φοβίζω
View word page
φοβερώψ
terrible of aspect

ShortDef

terrible of aspect

Debugging

Headword:
φοβερώψ
Headword (normalized):
φοβερώψ
Headword (normalized/stripped):
φοβερωψ
IDX:
94819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94820
Key:

Data

{'content': 'terrible of aspect'}