Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φλυκτίς
φλύος
φλύσις
φλύω
φνεί
φόβα
φοβερίζω
φοβερισμός
φοβεροειδής
φοβεροποιέω
φοβερός
φοβερότης
φοβερωπός
φοβερώψ
φοβεσιστράτη
φοβέω
φόβη
φόβημα
φοβητέον
φοβητέος
φοβητικός
View word page
φοβερός
fearful
ShortDef
fearful
Debugging
Headword:
φοβερός
Headword (normalized):
φοβερός
Headword (normalized/stripped):
φοβερος
IDX:
94816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94817
Key:
Data
{'content': 'fearful'}