Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φλυκταίνωσις
φλυκτίς
φλύος
φλύσις
φλύω
φνεί
φόβα
φοβερίζω
φοβερισμός
φοβεροειδής
φοβεροποιέω
φοβερός
φοβερότης
φοβερωπός
φοβερώψ
φοβεσιστράτη
φοβέω
φόβη
φόβημα
φοβητέον
φοβητέος
View word page
φοβεροποιέω
make formidable

ShortDef

make formidable

Debugging

Headword:
φοβεροποιέω
Headword (normalized):
φοβεροποιέω
Headword (normalized/stripped):
φοβεροποιεω
IDX:
94815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94816
Key:

Data

{'content': 'make formidable'}