Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φλυκταινοειδής
φλυκταινόω
φλυκταίνωσις
φλυκτίς
φλύος
φλύσις
φλύω
φνεί
φόβα
φοβερίζω
φοβερισμός
φοβεροειδής
φοβεροποιέω
φοβερός
φοβερότης
φοβερωπός
φοβερώψ
φοβεσιστράτη
φοβέω
φόβη
φόβημα
View word page
φοβερισμός
a terrifying

ShortDef

a terrifying

Debugging

Headword:
φοβερισμός
Headword (normalized):
φοβερισμός
Headword (normalized/stripped):
φοβερισμος
IDX:
94813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94814
Key:

Data

{'content': 'a terrifying'}