Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φλύκταινα
φλυκταινοειδής
φλυκταινόω
φλυκταίνωσις
φλυκτίς
φλύος
φλύσις
φλύω
φνεί
φόβα
φοβερίζω
φοβερισμός
φοβεροειδής
φοβεροποιέω
φοβερός
φοβερότης
φοβερωπός
φοβερώψ
φοβεσιστράτη
φοβέω
φόβη
View word page
φοβερίζω
terrify, scare

ShortDef

terrify, scare

Debugging

Headword:
φοβερίζω
Headword (normalized):
φοβερίζω
Headword (normalized/stripped):
φοβεριζω
IDX:
94812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94813
Key:

Data

{'content': 'terrify, scare'}