Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φλυαρώδης
φλυδαρός
φλυδάω
Φλυεύς
φλύκταινα
φλυκταινοειδής
φλυκταινόω
φλυκταίνωσις
φλυκτίς
φλύος
φλύσις
φλύω
φνεί
φόβα
φοβερίζω
φοβερισμός
φοβεροειδής
φοβεροποιέω
φοβερός
φοβερότης
φοβερωπός
View word page
φλύσις
breaking out, eruption

ShortDef

breaking out, eruption

Debugging

Headword:
φλύσις
Headword (normalized):
φλύσις
Headword (normalized/stripped):
φλυσις
IDX:
94808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94809
Key:

Data

{'content': 'breaking out, eruption'}