Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φλοκτίς
φλομίς
φλόμος
φλομώδης
φλονῖτις
φλόξ
φλόρος
φλυακογραφία
φλυακογράφος
φλύαξ
φλυαρέω
φλυάρημα
φλυαρία
φλυαροκοπέω
φλυαροκοπία
φλύαρος
φλυαρώδης
φλυδαρός
φλυδάω
Φλυεύς
φλύκταινα
View word page
φλυαρέω
to talk nonsense, play the fool

ShortDef

to talk nonsense, play the fool

Debugging

Headword:
φλυαρέω
Headword (normalized):
φλυαρέω
Headword (normalized/stripped):
φλυαρεω
IDX:
94792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94793
Key:

Data

{'content': 'to talk nonsense, play the fool'}