Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φλογοιδέομαι
φλογολαμπής
φλογόλευκος
φλογόω
φλογώδης
φλόγωμα
φλογωπός
φλόγωσις
φλόη
φλοιδέω
φλοΐζομαι
φλόϊνος
φλοιοβαρής
φλοιορραγής
φλοιόρριζος
φλοιός
φλοιόω
φλοῖσβος
φλοϊσμός
φλοϊστικός
φλοίω
View word page
φλοΐζομαι
have the bark stripped off

ShortDef

have the bark stripped off

Debugging

Headword:
φλοΐζομαι
Headword (normalized):
φλοΐζομαι
Headword (normalized/stripped):
φλοιζομαι
IDX:
94769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94770
Key:

Data

{'content': 'have the bark stripped off'}