Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φλογίς
φλόγισμα
φλογιστός
φλογίστρα
φλογίτης
φλογμός
φλογμοτύραννος
φλογμόω
φλογοβαφής
φλογοειδής
φλογοιδέομαι
φλογολαμπής
φλογόλευκος
φλογόω
φλογώδης
φλόγωμα
φλογωπός
φλόγωσις
φλόη
φλοιδέω
φλοΐζομαι
View word page
φλογοιδέομαι
to be inflamed and swell

ShortDef

to be inflamed and swell

Debugging

Headword:
φλογοιδέομαι
Headword (normalized):
φλογοιδέομαι
Headword (normalized/stripped):
φλογοιδεομαι
IDX:
94759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94760
Key:

Data

{'content': 'to be inflamed and swell'}