Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντρηΐς
ἀντριάς
ἀντροδίαιτος
ἀντροειδής
ἄντροθε
ἄντρον
ἀντροφυής
ἀντροχαρής
ἀντρώδης
Ἀντρών
ἀντυγωτός
ἄντυξ
ἀντῳδή
ἀντῳδός
ἀντωθέω
ἀντώθησις
ἄντωμος
ἀντωμοσία
ἀντωνέομαι
Ἀντώνιος
ἀντωνυμέω
View word page
ἀντυγωτός
wearing a frontlet

ShortDef

wearing a frontlet

Debugging

Headword:
ἀντυγωτός
Headword (normalized):
ἀντυγωτός
Headword (normalized/stripped):
αντυγωτος
IDX:
9475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9476
Key:

Data

{'content': 'wearing a frontlet'}