Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φλογίζω
φλογικός
φλόγινος
φλογίς
φλόγισμα
φλογιστός
φλογίστρα
φλογίτης
φλογμός
φλογμοτύραννος
φλογμόω
φλογοβαφής
φλογοειδής
φλογοιδέομαι
φλογολαμπής
φλογόλευκος
φλογόω
φλογώδης
φλόγωμα
φλογωπός
φλόγωσις
View word page
φλογμόω
burn up, consume

ShortDef

burn up, consume

Debugging

Headword:
φλογμόω
Headword (normalized):
φλογμόω
Headword (normalized/stripped):
φλογμοω
IDX:
94756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94757
Key:

Data

{'content': 'burn up, consume'}