Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φληνύω
φλιά
φλιδάω
φλιδών
φλιή
φλιμέλιον
φλόγεος
φλογερός
φλογερῶνυξ
φλογετός
φλογιάω
φλογίζω
φλογικός
φλόγινος
φλογίς
φλόγισμα
φλογιστός
φλογίστρα
φλογίτης
φλογμός
φλογμοτύραννος
View word page
φλογιάω
become inflamed and red

ShortDef

become inflamed and red

Debugging

Headword:
φλογιάω
Headword (normalized):
φλογιάω
Headword (normalized/stripped):
φλογιαω
IDX:
94745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94746
Key:

Data

{'content': 'become inflamed and red'}