Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντοχυρόω
ἀντραῖος
ἀντρηΐς
ἀντριάς
ἀντροδίαιτος
ἀντροειδής
ἄντροθε
ἄντρον
ἀντροφυής
ἀντροχαρής
ἀντρώδης
Ἀντρών
ἀντυγωτός
ἄντυξ
ἀντῳδή
ἀντῳδός
ἀντωθέω
ἀντώθησις
ἄντωμος
ἀντωμοσία
ἀντωνέομαι
View word page
ἀντρώδης
full of caves

ShortDef

full of caves

Debugging

Headword:
ἀντρώδης
Headword (normalized):
ἀντρώδης
Headword (normalized/stripped):
αντρωδης
IDX:
9473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9474
Key:

Data

{'content': 'full of caves'}