Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντόφρυς
ἀντοχέομαι
ἀντοχή
ἀντοχυρόω
ἀντραῖος
ἀντρηΐς
ἀντριάς
ἀντροδίαιτος
ἀντροειδής
ἄντροθε
ἄντρον
ἀντροφυής
ἀντροχαρής
ἀντρώδης
Ἀντρών
ἀντυγωτός
ἄντυξ
ἀντῳδή
ἀντῳδός
ἀντωθέω
ἀντώθησις
View word page
ἄντρον
a cave, grot, cavern
ShortDef
a cave, grot, cavern
Debugging
Headword:
ἄντρον
Headword (normalized):
ἄντρον
Headword (normalized/stripped):
αντρον
IDX:
9470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9471
Key:
Data
{'content': 'a cave, grot, cavern'}