Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φλεγμαίνω
φλεγμασία
φλεγματιαῖος
φλεγματίας
φλεγματικός
φλεγματισμός
φλεγματοειδής
φλεγματόεις
φλεγματόομαι
φλεγματώδης
φλεγμονάομαι
φλεγμονή
φλεγμονικός
φλεγμονώδης
φλεγμός
Φλέγρα
Φλεγραῖα
Φλέγυαι
Φλεγύαι
φλεγύας
Φλεγύας
View word page
φλεγμονάομαι
become inflamed

ShortDef

become inflamed

Debugging

Headword:
φλεγμονάομαι
Headword (normalized):
φλεγμονάομαι
Headword (normalized/stripped):
φλεγμοναομαι
IDX:
94706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94707
Key:

Data

{'content': 'become inflamed'}