Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φλέγμα
φλεγμαγωγός
φλεγμαίνω
φλεγμασία
φλεγματιαῖος
φλεγματίας
φλεγματικός
φλεγματισμός
φλεγματοειδής
φλεγματόεις
φλεγματόομαι
φλεγματώδης
φλεγμονάομαι
φλεγμονή
φλεγμονικός
φλεγμονώδης
φλεγμός
Φλέγρα
Φλεγραῖα
Φλέγυαι
Φλεγύαι
View word page
φλεγματόομαι
become phlegm
ShortDef
become phlegm
Debugging
Headword:
φλεγματόομαι
Headword (normalized):
φλεγματόομαι
Headword (normalized/stripped):
φλεγματοομαι
IDX:
94704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94705
Key:
Data
{'content': 'become phlegm'}