Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φλεβοτόμος
φλεβοτονέομαι
φλεβώδης
φλεγέθω
φλέγμα
φλεγμαγωγός
φλεγμαίνω
φλεγμασία
φλεγματιαῖος
φλεγματίας
φλεγματικός
φλεγματισμός
φλεγματοειδής
φλεγματόεις
φλεγματόομαι
φλεγματώδης
φλεγμονάομαι
φλεγμονή
φλεγμονικός
φλεγμονώδης
φλεγμός
View word page
φλεγματικός
abounding in phlegm

ShortDef

abounding in phlegm

Debugging

Headword:
φλεγματικός
Headword (normalized):
φλεγματικός
Headword (normalized/stripped):
φλεγματικος
IDX:
94700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94701
Key:

Data

{'content': 'abounding in phlegm'}