Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φλεβοτόμησις
φλεβοτομητέον
φλεβοτομία
φλεβοτομική
φλεβοτόμος
φλεβοτονέομαι
φλεβώδης
φλεγέθω
φλέγμα
φλεγμαγωγός
φλεγμαίνω
φλεγμασία
φλεγματιαῖος
φλεγματίας
φλεγματικός
φλεγματισμός
φλεγματοειδής
φλεγματόεις
φλεγματόομαι
φλεγματώδης
φλεγμονάομαι
View word page
φλεγμαίνω
to be heated, inflamed, to fester
ShortDef
to be heated, inflamed, to fester
Debugging
Headword:
φλεγμαίνω
Headword (normalized):
φλεγμαίνω
Headword (normalized/stripped):
φλεγμαινω
IDX:
94696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94697
Key:
Data
{'content': 'to be heated, inflamed, to fester'}