Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φλεβοτομέω
φλεβοτόμησις
φλεβοτομητέον
φλεβοτομία
φλεβοτομική
φλεβοτόμος
φλεβοτονέομαι
φλεβώδης
φλεγέθω
φλέγμα
φλεγμαγωγός
φλεγμαίνω
φλεγμασία
φλεγματιαῖος
φλεγματίας
φλεγματικός
φλεγματισμός
φλεγματοειδής
φλεγματόεις
φλεγματόομαι
φλεγματώδης
View word page
φλεγμαγωγός
carrying off phlegm

ShortDef

carrying off phlegm

Debugging

Headword:
φλεγμαγωγός
Headword (normalized):
φλεγμαγωγός
Headword (normalized/stripped):
φλεγμαγωγος
IDX:
94695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94696
Key:

Data

{'content': 'carrying off phlegm'}