Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φλεβόσφυγμος
φλεβοτμής
φλεβοτομέω
φλεβοτόμησις
φλεβοτομητέον
φλεβοτομία
φλεβοτομική
φλεβοτόμος
φλεβοτονέομαι
φλεβώδης
φλεγέθω
φλέγμα
φλεγμαγωγός
φλεγμαίνω
φλεγμασία
φλεγματιαῖος
φλεγματίας
φλεγματικός
φλεγματισμός
φλεγματοειδής
φλεγματόεις
View word page
φλεγέθω
to burn, scorch, burn up

ShortDef

to burn, scorch, burn up

Debugging

Headword:
φλεγέθω
Headword (normalized):
φλεγέθω
Headword (normalized/stripped):
φλεγεθω
IDX:
94693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94694
Key:

Data

{'content': 'to burn, scorch, burn up'}