Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φλεβορραγία
φλεβόσφυγμος
φλεβοτμής
φλεβοτομέω
φλεβοτόμησις
φλεβοτομητέον
φλεβοτομία
φλεβοτομική
φλεβοτόμος
φλεβοτονέομαι
φλεβώδης
φλεγέθω
φλέγμα
φλεγμαγωγός
φλεγμαίνω
φλεγμασία
φλεγματιαῖος
φλεγματίας
φλεγματικός
φλεγματισμός
φλεγματοειδής
View word page
φλεβώδης
full of veins

ShortDef

full of veins

Debugging

Headword:
φλεβώδης
Headword (normalized):
φλεβώδης
Headword (normalized/stripped):
φλεβωδης
IDX:
94692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94693
Key:

Data

{'content': 'full of veins'}