Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φλεβοπεριμέτριος
φλεβορραγία
φλεβόσφυγμος
φλεβοτμής
φλεβοτομέω
φλεβοτόμησις
φλεβοτομητέον
φλεβοτομία
φλεβοτομική
φλεβοτόμος
φλεβοτονέομαι
φλεβώδης
φλεγέθω
φλέγμα
φλεγμαγωγός
φλεγμαίνω
φλεγμασία
φλεγματιαῖος
φλεγματίας
φλεγματικός
φλεγματισμός
View word page
φλεβοτονέομαι
to have the veins swollen in
ShortDef
to have the veins swollen in
Debugging
Headword:
φλεβοτονέομαι
Headword (normalized):
φλεβοτονέομαι
Headword (normalized/stripped):
φλεβοτονεομαι
IDX:
94691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94692
Key:
Data
{'content': 'to have the veins swollen in'}