Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φλαυρουργός
φλάω
φλεβικός
φλέβιον
φλεβονευρώδης
φλεβοπαλία
φλεβοπεριμέτριος
φλεβορραγία
φλεβόσφυγμος
φλεβοτμής
φλεβοτομέω
φλεβοτόμησις
φλεβοτομητέον
φλεβοτομία
φλεβοτομική
φλεβοτόμος
φλεβοτονέομαι
φλεβώδης
φλεγέθω
φλέγμα
φλεγμαγωγός
View word page
φλεβοτομέω
open a vein, bleed

ShortDef

open a vein, bleed

Debugging

Headword:
φλεβοτομέω
Headword (normalized):
φλεβοτομέω
Headword (normalized/stripped):
φλεβοτομεω
IDX:
94685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-94686
Key:

Data

{'content': 'open a vein, bleed'}